- παράκυκλος
- ό, ΝΑνεοελλ.1. το εμβαδόν ή η επιφάνεια που περιέχεται μεταξύ δύο ομόκεντρων κύκλων2. βιολ. η μακρόχρονη εγκατάσταση, σε ένα μόνο είδος δέντρου, ενός εντόμου τού οποίου ο αναπαραγωγικός κύκλος περιλαμβάνει κανονικά τη διαδοχική μετανάστευση από ένα είδος δέντρου σε ένα άλλο3. τεχνολ. μικρός δακτύλιος από λεπτό μέταλλο, δέρμα, καουτσούκ ή άλλη ύλη, με οπή διαμέτρου λίγο μεγαλύτερης από τού κοχλία, δηλ. τής βίδας, ο οποίος χρησιμοποιείται για την καλύτερη κατανομή τής πίεσης που ασκείται από το περικόχλιο πάνω στο τεμάχιο αλλά και για να καλύπτει τυχόν κενά, κν. ροδέλα5. φρ. «παράκυκλος Γκρόβερ» ή «ελατηριωτός δακτύλιος»τεχνολ. παράκυκλος από χαλύβδινο ελατήριο τετράγωνης διατομής, κομμένος σε ένα σημείο, ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρεμπόδιση τής χαλάρωσης μιας κοχλιοσύνδεσης κυρίως σε περίπτωση που αυτή καταπονείται από κραδασμούςαρχ.μέρος τού τροχού άμαξας ή άρματος.
Dictionary of Greek. 2013.